ἁρμοστής

ἁρμοστής
ἁρμ-οστής, οῦ, ,
A one who arranges or governs, esp. harmost, governor sent out by the Lacedaemonians to the περίοικοι and subject cities, Th.8.5, X.HG2.4.28, etc.; governor of a dependent colony, Id.An.5.5.19.
2 title of officials at Thessalonica, IG11(4).1053 (iii B.C.).
3 = triumvir, App.BC4.7; = praefectus, Luc.Tox.17,32.
4 betrothed husband, Poll.3.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁρμοστής — one who arranges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμοστής — ο (Α ἁρμοστής) [αρμόζω] ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε κατεχόμενη ή εξαρτημένη χώρα αρχ. 1. τίτλος Σπαρτιατών αρχόντων 2. έπαρχος 3. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

  • αρμοστής — ο ανώτατος αξιωματούχος που ασκεί καθήκοντα κυβερνήτη σε μια χώρα που κατέχεται ή βρίσκεται σε εξάρτηση: Τα Εφτάνησα ως τα 1864 κυβερνούσε Άγγλος αρμοστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρμοστῆς — ἁρμοστός joined fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοσταῖς — ἁρμοστής one who arranges masc dat pl ἁρμοστός joined fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοσταί — ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc pl ἁρμοστός joined fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστοῦ — ἁρμοστής one who arranges masc gen sg ἁρμοστός joined masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστῇ — ἁρμοστής one who arranges masc dat sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστήν — ἁρμοστής one who arranges masc acc sg (attic epic ionic) ἁρμοστός joined fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμοστῶν — ἁρμοστής one who arranges masc gen pl ἁρμοστός joined fem gen pl ἁρμοστός joined masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”